- θελητός
- θελητόςwished formasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θελητός — θελητός, ή, όν (AM) [θέλω] επιθυμητός μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θελητόν η επιθυμία, το θέλημα. επίρρ... θελητῶς (Α) εκουσίως, θεληματικά … Dictionary of Greek
θελητόν — θελητός wished for masc acc sg θελητός wished for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελητή — θελητός wished for fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελητῶς — θελητός wished for adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελητῷ — θελητός wished for masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελητά — θελητά̱ , θελητής one who wills masc nom/voc/acc dual θελητής one who wills masc voc sg θελητής one who wills masc nom sg (epic) θελητός wished for neut nom/voc/acc pl θελητά̱ , θελητός wished for fem nom/voc/acc dual θελητά̱ , θελητός wished for … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελητῶν — θελητής one who wills masc gen pl θελητός wished for fem gen pl θελητός wished for masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Валентин и валентиниане — Валентин, самый значительный гностический философ и один из гениальнейших мыслителей всех времен, родом из Египта, жил в первой половине II го века; прибыл в Рим при папе Гигине в 140 г., стал знаменит при Пие I и дожил до времени папы Аникиты.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
μονοθέλητος — μονοθέλητος, ον (ΑΜ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μία θέληση μσν. φρ. «μονοθέλητον δόγμα» το δόγμα τών μονοθελητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θέλητος < θέλω] … Dictionary of Greek